- μπήγω
- και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω)εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.)νεοελλ.1. τρώγω με βουλιμία και κατά κόρον2. φρ. α) «μπήγω τις φωνές» ή «μπήζω τις φωνές» — αρχίζω να φωνάζω πάρα πολύ δυνατάβ) «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω απότομα να κλαίωγ) «μπήγω τα γέλια» — ξεσπώ σε γέλια2. παροιμ. «το παίξε παίξε φέρνει και το μπήξε μπήξε» — λέγεται για να δηλώσει ότι πολλές φορές οι αστεϊσμοί συνεπάγονται παρεξηγήσεις και συμπλοκέςμσν.1. στήνω2. φυτεύω3. (για ρούχα) στερεώνω κάπου4. χώνω κάποιον κάπου βίαια5. ράβω κάτι πάνω σε ύφασμα ως διακοσμητικό6. μέσ. α) είμαι χωμένος, κείμαιβ) σφηνώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔμπηξα < ἐν-έπηξα, αόρ. τού αρχ. ἐμ-πήγνυμι, κατά το σχήμα ἄνοιξα - ἀνοίγω].
Dictionary of Greek. 2013.